καταναλίσκον

καταναλίσκον
κατανᾱλίσκον , καταναλίσκω
use up
pres part act masc voc sg
κατανᾱλίσκον , καταναλίσκω
use up
pres part act neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • κατανάλισκον — κατανά̱λισκον , καταναλίσκω use up imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) κατανά̱λισκον , καταναλίσκω use up imperf ind act 1st sg (doric aeolic) κατανά̱λισκον , καταναλίσκω use up imperf ind act 3rd pl (homeric ionic) κατανά̱λισκον , καταναλίσκω… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταναλίσκω — και καταναλώνω (AM καταναλίσκω) 1. εξαντλώ κάτι χρησιμοποιώντας το («το αυτοκίνητό μου καταναλώνει πολλή βενζίνη») 2. δαπανώ, ξοδεύω (α. «η οικογένεια καταναλίσκει πολλά χρήματα για τα φροντιστήρια τών παιδιών» β. «εἰς τὴν στρατιὰν τάλαντα μύρια… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”